Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μωρομάντιλο τα μωρομάντιλα
      γενική του μωρομάντιλου των μωρομάντιλων
    αιτιατική το μωρομάντιλο τα μωρομάντιλα
     κλητική μωρομάντιλο μωρομάντιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μωρομάντιλα σε σουπερμάρκετ

  Ετυμολογία επεξεργασία

μωρομάντιλο < μωρό + -ο- + μαντίλι + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μωρομάντιλο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία