πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μωρομάντιλο τα μωρομάντιλα
      γενική του μωρομάντιλου των μωρομάντιλων
    αιτιατική το μωρομάντιλο τα μωρομάντιλα
     κλητική μωρομάντιλο μωρομάντιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μωρομάντιλα σε σουπερμάρκετ

Ετυμολογία

επεξεργασία
μωρομάντιλο < μωρό + -ο- + μαντίλι + -ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μωρομάντιλο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία