μωρό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μωρό | τα | μωρά |
γενική | του | μωρού | των | μωρών |
αιτιατική | το | μωρό | τα | μωρά |
κλητική | μωρό | μωρά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμωρό ουδέτερο
- πολύ νεαρό παιδί που δεν ξέρει ακόμα να μιλά και να περπατά, το βρέφος
- το μωρό κοιμάται στην κούνια
- (προσφώνηση) οικεία προσφώνηση πολύ αγαπημένου προσώπου
- μωρό μου!
- (μεταφορικά) όμορφο και νεαρό άτομο, κατά το τεκνό
- γνώρισα ένα μωρό χθες...
Εκφράσεις
επεξεργασία- κάνει σαν μωρό: συμπεριφέρεται σαν να ήταν μωρό
- μωρό μου : λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένα πρόσωπα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μωρό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμωρό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μωρό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας