Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βυζανιάρικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βυζανιάρικ
ο
τα
βυζανιάρικ
α
γενική
του
βυζανιάρικ
ου
των
βυζανιάρικ
ων
αιτιατική
το
βυζανιάρικ
ο
τα
βυζανιάρικ
α
κλητική
βυζανιάρικ
ο
βυζανιάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βυζανιάρικο
<
μεσαιωνική ελληνική
βυζανιάρικο
,
ουδέτερο
του
βυζανιάρικος
<
βυζανιάρης
<
βυζάνω
<
βυζί
(ν) <
ελληνιστική κοινή
βύζιον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βυζανιάρικο
ουδέτερο
παιδί
που
θηλάζει
ή γενικότερα μικρής
ηλικίας
Άλλες μορφές
επεξεργασία
βυζαστάρι
βυζασταρούδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βυζανιάρικο