Ετυμολογία

επεξεργασία
θηλάζω < αρχαία ελληνική θηλάζω

θηλάζω

  1. (μεταβατικό) βάζω ένα βρέφος στο στήθος και του δίνω να πιει το μητρικό γάλα
    οι μαίες ενθαρρύνουν τις μητέρες να θηλάζουν τα μωρά τους
  2. (αμετάβατο) πίνω γάλα από μαστό
    η εικόνα του μωρού που θήλαζε τον συγκίνησε βαθιά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
θηλάζω < θηλή

θηλάζω

  1. (μεταβατικό) ταΐζω κάποιον γάλα από το μαστό μου