Ετυμολογία

επεξεργασία
nurse < απώτατη αρχή, η λατινική nutricius < nutrix < nutrire

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nɜːs/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /nəɻs/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nurse nurses

nurse (en)

  1. (επάγγελμα) η νοσοκόμα/ο νοσοκόμος, η νοσηλεύτρια/ο νοσηλευτής
    ⮡  The nurse changed the patient’s IV after three days.
    Η νοσοκόμα άλλαξε τον καθετήρα φλέβας του ασθενή μετά από τρεις ημέρες.
  2. (παρωχημένο) η νταντά
     συνώνυμα: nanny
  3. (παρωχημένο) η τροφός, γυναίκα που θηλάζει μωρό που δεν είναι δικό της
     συνώνυμα: wet nurse
ενεστώτας nurse
γ΄ ενικό ενεστώτα nurses
αόριστος nursed
παθητική μετοχή nursed
ενεργητική μετοχή nursing

nurse (en) (μεταβατικό)

  1. (μεταβατικό) νοσηλεύω, φροντίζω κάποιον άρρωστο
    ⮡  She nursed him back to health.
    Τον φρόντισε κι έγινε καλά.
  2. (μεταβατικό) νταντεύω, δίνω ιδιαίτερη φροντίδα ή προσοχή σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  I nursed him as a baby.
    Τον ντάντεψα μωρό.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) θηλάζω, για γυναίκα ή θηλυκό ζώο, ταΐζω ένα μωρό με γάλα από το στήθος
    ⮡  It is time I nurse the child.
    Είναι ώρα να θηλάσω το παιδί.
     συνώνυμα:  breast feed και suckle

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία