Ετυμολογία

επεξεργασία
nurse < απώτατη αρχή, η λατινική nutricius < nutrix < nutrire

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nurse nurses

nurse (en)

  1. (επάγγελμα) η νοσοκόμα/ο νοσοκόμος, η νοσηλεύτρια/ο νοσηλευτής
    παράδειγμα  The nurse changed the patient’s IV after three days.
    Η νοσοκόμα άλλαξε τον καθετήρα φλέβας του ασθενή μετά από τρεις ημέρες.
  2. (παρωχημένο) η νταντά
     συνώνυμα: nanny
  3. (παρωχημένο) η τροφός, γυναίκα που θηλάζει μωρό που δεν είναι δικό της
     συνώνυμα: wet nurse
ενεστώτας nurse
γ΄ ενικό ενεστώτα nurses
αόριστος nursed
παθητική μετοχή nursed
ενεργητική μετοχή nursing

nurse (en) (μεταβατικό)

  1. (μεταβατικό) νοσηλεύω, φροντίζω κάποιον άρρωστο
    παράδειγμα  She nursed him back to health.
    Τον φρόντισε κι έγινε καλά.
  2. (μεταβατικό) νταντεύω, δίνω ιδιαίτερη φροντίδα ή προσοχή σε κάποιον ή κάτι
    παράδειγμα  I nursed him as a baby.
    Τον ντάντεψα μωρό.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) θηλάζω, για γυναίκα ή θηλυκό ζώο, ταΐζω ένα μωρό με γάλα από το στήθος
    παράδειγμα  It is time I nurse the child.
    Είναι ώρα να θηλάσω το παιδί.
     συνώνυμα:  breast feed και suckle

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία