Ετυμολογία

επεξεργασία
wet nurse < → δείτε τις λέξεις wet και nurse

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wet nurse wet nurses

wet nurse (en)

  1. (επάγγελμα) η τροφός, η γυναίκα που θηλάζει ένα παιδί αντί για τη φυσική του μητέρα
  2. (κατ’ επέκταση) που φροντίζει κάποιον με μεγάλη προσοχή