Ετυμολογία

επεξεργασία
wet < μέση αγγλική wett

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /wɛt/

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός wet
συγκριτικός wetter
υπερθετικός wettest

wet (en)

Αντώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας wet
γ΄ ενικό ενεστώτα wets
αόριστος wetted, wet
παθητική μετοχή wetted, wet
ενεργητική μετοχή wetting

wet (en)

  • υγραίνω, βρέχω
    ⮡  I wet my lips (with my tounge).
    Υγραίνω τα χείλη μου (με τη γλώσσα).
    ⮡  The baby wet its bed again.
    Το μωρό έβρεξε πάλι το κρεβάτι του.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wet (af)