wet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- wet < μέση αγγλική wett
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | wet |
συγκριτικός | wetter |
υπερθετικός | wettest |
wet (en)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | wet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wets |
αόριστος | wetted, wet |
παθητική μετοχή | wetted, wet |
ενεργητική μετοχή | wetting |
wet (en)
- υγραίνω, βρέχω
- ⮡ I wet my lips (with my tounge).
- Υγραίνω τα χείλη μου (με τη γλώσσα).
- ⮡ The baby wet its bed again.
- Το μωρό έβρεξε πάλι το κρεβάτι του.
- ⮡ I wet my lips (with my tounge).
Πηγές
επεξεργασία- wet (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- wet (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- wet (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 175, 907. ISBN 9780194325684., λήμμα: βρέχω, υγραίνω
Αφρικάανς (af)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwet (af)
- ο νόμος