βρέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρέχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βρέχω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvɾe.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρέ‐χω
Ρήμα
επεξεργασίαβρέχω, αόρ.: έβρεξα, παθ.φωνή: βρέχομαι, π.αόρ.: βράχηκα, μτχ.π.π.: βρεγμένος/βρεμένος
- (μεταβατικό) υγραίνω, διαβρέχω, μουσκεύω κάτι με κάποιο υγρό, συνήθως με νερό
- ⮡ βρέχω το μαντήλι
- (αμετάβατο, απρόσωπο) → δείτε τη λέξη βρέχει] περιγράφει το φυσικό φαινόμενο της βροχής
- ⮡ θα βρέξει αύριο
- μουσκεύω, δροσίζω
- ⮡ Λίγο νερό, να βρέξω το στόμα μου.
- (μεταφορικά, μετά από το άρθρο το) το γιορτάζω πίνοντας
- ⮡ το βρέξαμε χθες
- (μεταφορικά) τις βρέχω ραπίζω, χτυπώ, δέρνω → δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
- ⮡ του τις έβρεξε
- ⮡ θα στις βρέξω
- → δείτε και το απρόσωπο βρέχει
Εκφράσεις
επεξεργασία- τις βρέχω (σε κάποιον): δέρνω κάποιον αν π.χ. είναι άτακτος, ίσως επειδή παλιότερα για να πονάνε πιο πολύ τα παιδάκια, προτού τα δείρουν έβρεχαν τη σανίδα
- (θα πάρω μια) βρεγμένη σανίδα: απειλή για σωματική τιμωρία
- βρέξει χιονίσει
- σα(ν) βρεγμένη γάτα
- έχω (κάποιον) μη στάξει και μη βρέξει
- ό,τι βρέξει ας κατεβάσει
Συγγενικά
επεξεργασία
|
σύνθετα του ρήματος, και δείτε τα συγγενικά τους |
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜε διαφορετικό έτυμο:
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ βρέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβρέχω
- (μεταβατικό) υγραίνω, διαβρέχω, μουσκεύω κάτι με κάποιο υγρό, συνήθως με νερό
- (ελληνιστική σημασία) για το φυσικό φαινόμενο της βροχής
Παράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- βρέχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βρέχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.