αιματόβρεχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιματόβρεχτος < αιματοβρεκ- (αιματοβρέχω)[1] + -τος < αιματό- + βρεκ- (βρέχω) + -τος με τροπή [kt]>[xt][2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.maˈto.vɾe.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐τό‐βρεχ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αιματόβρεχτος, -η, -ο και αιματόβρεκτος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
και
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιματόβρεχτος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, . - ρήμα: αιματοβρέχω
- ↑ αιματόβρεχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας