βρόχι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρόχι | τα | βρόχια |
γενική | του | βροχιού | των | βροχιών |
αιτιατική | το | βρόχι | τα | βρόχια |
κλητική | βρόχι | βρόχια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρόχι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρόχι(ν) < ελληνιστική κοινή βρόχιον < αρχαία ελληνική βρόχος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvɾo.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρό‐χι
- τονικό παρώνυμο: βροχή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρόχι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) θηλιά (με ειδικό μηχανισμό) με την οποία παγιδεύουμε (μικρά) θηράματα
- ※ Κάθε φορά που ανοίγεις δρόμο στη ζωή, / μην περιμένεις να σε βρει το μεσονύχτι, / έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί, / γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ. // Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς, / κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει, / μονάχος βρες την άκρη της κλωστής, / κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι. (Από τραγούδι σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου)
- (μεταφορικά) ξεγέλασμα, πλεκτάνη, παγίδευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία βρόχι
|