Ετυμολογία

επεξεργασία
μουσκεύω < μεσαιωνική ελληνική μουσκεύω[1] / μοσκεύω[2] < ελληνιστική κοινή μοσχεύω < μόσχος (βλαστάρι) < αρχαία ελληνική μόσχος (μοσχάρι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /muˈsce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐σκεύ‐ω

μουσκεύω, αόρ.: μούσκεψα, παθ.φωνή: μουσκεύομαι, π.αόρ.: μουσκεύτηκα, μτχ.π.π.: μουσκεμένος

  1. (μεταβατικό) καταβρέχω κάτι ή το βάζω σε νερό ή άλλο υγρό ώστε να ποτιστεί με αυτό
  2. (αμετάβατο) βρέχομαι πάρα πολύ με νερό ή άλλο υγρό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μουσκεύω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. μοσκεύω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μουσκεύω < τύπος μοσκεύω με τροπή [o] < [u] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μοσχεύω (μεταφυτεύω παραφυάδα) με τροπή [sx] > [sk][1]

μουσκεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία