καταβρέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβρέχω < αρχαία ελληνική καταβρέχω < κατά + βρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hreǵ- (ρέω, κυλώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈvɾe.xo/
Ρήμα
επεξεργασίακαταβρέχω (παθητική φωνή: καταβρέχομαι)
- ρίχνω νερό κάπου με ειδική συσκευή (π.χ. καταβρεχτήρι) ή άλλο τρόπο, έτσι που να πέφτει σαν βροχή
- βρέχω τελείως κάτι ή κάποιον, τον κάνω μούσκεμα
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατάβρεχτα
- ακατάβρεχτος
- κατάβρεγμα
- καταβρεγμένος
- καταβρεγμός
- κατάβρεξη
- κατάβρεχος
- καταβρεχτηράκι
- καταβρεχτήρας
- καταβρεχτήρι
- κατάβροχος
- → δείτε τις λέξεις κατά και βρέχω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβρέχω | κατέβρεχα | θα καταβρέχω | να καταβρέχω | καταβρέχοντας | |
β' ενικ. | καταβρέχεις | κατέβρεχες | θα καταβρέχεις | να καταβρέχεις | κατάβρεχε | |
γ' ενικ. | καταβρέχει | κατέβρεχε | θα καταβρέχει | να καταβρέχει | ||
α' πληθ. | καταβρέχουμε | καταβρέχαμε | θα καταβρέχουμε | να καταβρέχουμε | ||
β' πληθ. | καταβρέχετε | καταβρέχατε | θα καταβρέχετε | να καταβρέχετε | καταβρέχετε | |
γ' πληθ. | καταβρέχουν(ε) | κατέβρεχαν καταβρέχαν(ε) |
θα καταβρέχουν(ε) | να καταβρέχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέβρεξα | θα καταβρέξω | να καταβρέξω | καταβρέξει | ||
β' ενικ. | κατέβρεξες | θα καταβρέξεις | να καταβρέξεις | κατάβρεξε | ||
γ' ενικ. | κατέβρεξε | θα καταβρέξει | να καταβρέξει | |||
α' πληθ. | καταβρέξαμε | θα καταβρέξουμε | να καταβρέξουμε | |||
β' πληθ. | καταβρέξατε | θα καταβρέξετε | να καταβρέξετε | καταβρέξτε | ||
γ' πληθ. | κατέβρεξαν καταβρέξαν(ε) |
θα καταβρέξουν(ε) | να καταβρέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταβρέξει | είχα καταβρέξει | θα έχω καταβρέξει | να έχω καταβρέξει | ||
β' ενικ. | έχεις καταβρέξει | είχες καταβρέξει | θα έχεις καταβρέξει | να έχεις καταβρέξει | έχε καταβρεγμένο | |
γ' ενικ. | έχει καταβρέξει | είχε καταβρέξει | θα έχει καταβρέξει | να έχει καταβρέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταβρέξει | είχαμε καταβρέξει | θα έχουμε καταβρέξει | να έχουμε καταβρέξει | ||
β' πληθ. | έχετε καταβρέξει | είχατε καταβρέξει | θα έχετε καταβρέξει | να έχετε καταβρέξει | έχετε καταβρεγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καταβρέξει | είχαν καταβρέξει | θα έχουν καταβρέξει | να έχουν καταβρέξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καταβρεγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καταβρεγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καταβρεγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καταβρεγμένο |