Ετυμολογία

επεξεργασία
καταβρέχω < αρχαία ελληνική καταβρέχω < κατά + βρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hreǵ- (ρέω, κυλώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈvɾe.xo/

καταβρέχω (παθητική φωνή: καταβρέχομαι)

  1. ρίχνω νερό κάπου με ειδική συσκευή (π.χ. καταβρεχτήρι) ή άλλο τρόπο, έτσι που να πέφτει σαν βροχή
  2. βρέχω τελείως κάτι ή κάποιον, τον κάνω μούσκεμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία