καταβρεχτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταβρεχτήρας αρσενικό
- υδροφόρο όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους, για να κατακαθίσει ο κουρνιαχτός ή για άλλους λόγους
Δείτε επίσης : καταβρεχτήρι |
καταβρεχτήρας αρσενικό