Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταβρεχτήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
καταβρεχτήρι
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καταβρεχτήρ
ας
οι
καταβρεχτήρ
ες
γενική
του
καταβρεχτήρ
α
των
καταβρεχτήρ
ων
αιτιατική
τον
καταβρεχτήρ
α
τους
καταβρεχτήρ
ες
κλητική
καταβρεχτήρ
α
καταβρεχτήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταβρεχτήρας
<
καταβρέχω
+
-τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταβρεχτήρας
αρσενικό
υδροφόρο
όχημα
με το οποίο
καταβρέχουν
τους δρόμους, για να κατακαθίσει ο
κουρνιαχτός
ή για άλλους λόγους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταβρεχτήρας
γαλλικά
:
arroseuse
(fr)