Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουρνιαχτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κουρνιαχτ
ός
οι
κουρνιαχτ
οί
γενική
του
κουρνιαχτ
ού
των
κουρνιαχτ
ών
αιτιατική
τον
κουρνιαχτ
ό
τους
κουρνιαχτ
ούς
κλητική
κουρνιαχτ
έ
κουρνιαχτ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουρνιαχτός
<
μεσαιωνική ελληνική
κουρνιαχτός
<
κορνιαχτός
<
κορνιοκτός
<
αρχαία ελληνική
κονιορτός
<
κόνις
(δεν υπάρχει ετυμολογική σχέση με το
κουρνιάζω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουρνιαχτός
αρσενικό
το
σύννεφο
σκόνης
που σηκώνεται κατά την κίνηση ανθρώπων, ζώων, οχημάτων ή με τον
αέρα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη
λέξη
σκόνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουρνιαχτός
αγγλικά
:
dust cloud
(en)
γαλλικά
:
nuage
(fr)
de
poussière
(fr)