πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουρνιαχτός οι κουρνιαχτοί
      γενική του κουρνιαχτού των κουρνιαχτών
    αιτιατική τον κουρνιαχτό τους κουρνιαχτούς
     κλητική κουρνιαχτέ κουρνιαχτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουρνιαχτός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία