Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κορνιαχτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κορνιαχτ
ός
οι
κορνιαχτ
οί
γενική
του
κορνιαχτ
ού
των
κορνιαχτ
ών
αιτιατική
τον
κορνιαχτ
ό
τους
κορνιαχτ
ούς
κλητική
κορνιαχτ
έ
κορνιαχτ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κορνιαχτός
αρσενικό
άλλη μορφή
του
κουρνιαχτός