Δείτε επίσης: κονίς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόνῐς αἱ κόνεις
      γενική τῆς κόνιος
& αττικός κόνεως
& κόνεος
τῶν κόνεων
      δοτική τῇ αττικός κόνει
στον Όμηρο κόνι (< κόνιι)
ταῖς κόνεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κόνῐν τὰς κόνεις
     κλητική ! κόνῐ κόνεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόνει
γεν-δοτ τοῖν  κονέοιν
Θέμα κονιδ- έχει η κονίςκόνιδα).
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόνις < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: σκόνη νέα ελληνικά: σκόνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόνις, γενική: κόνιος, αττικός κόνεως θηλυκό

  1. η σκόνη
  2. στάχτες
  3. κονίαμα, σοβάς
     συνώνυμα: κονία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • με μετακίνηση του τόνου → δείτε τη λέξη κονίς με τον κανόνα του Αίλιου Ηρωδιανού για τα εις -ις της «ουσίας»:
    κονίϲ τὸ ἐπὶ τῆϲ κεφαλῆϲ, κόνιϲ δὲ τὸ χῶμα.

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κονι- 

  Πηγές επεξεργασία