Δείτε επίσης: κονίς
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόνῐς αἱ κόνεις
      γενική τῆς κόνιος
& αττικός κόνεως
& κόνεος
τῶν κόνεων
      δοτική τῇ αττικός κόνει
στον Όμηρο κόνι (< κόνιι)
ταῖς κόνεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κόνῐν τὰς κόνεις
     κλητική ! κόνῐ κόνεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόνει
γεν-δοτ τοῖν  κονέοιν
Θέμα κονιδ- έχει η κονίςκόνιδα).
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία