κονίασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονίασις (ελληνιστική κοινή) < κονιά(ω) + -σις > αρχαία ελληνική κόνις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονίασις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κονίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.