Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόνιδα < αρχαία ελληνική κονίς με μεταφορά του τόνου από τα ελληνιστικά χρόνια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόνιδα θηλυκό

  1. το αβγό της ψείρας
  2. (σπάνια) το αβγό του κοριού ή του ψύλλου

Σημειώσεις επεξεργασία

  • μερικές φορές ο ενικός χρησιμοποιείται για να δηλώσει και πλήθος από αβγά ψείρας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία