κονισαλέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονισαλέος < ελληνιστική κοινή κονισαλέος < αρχαία ελληνική κονίσαλος < κόνις + -αλος
Επίθετο
επεξεργασίακονισαλέος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κονισαλέος
|