↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασκονισμένος η κατασκονισμένη το κατασκονισμένο
      γενική του κατασκονισμένου της κατασκονισμένης του κατασκονισμένου
    αιτιατική τον κατασκονισμένο την κατασκονισμένη το κατασκονισμένο
     κλητική κατασκονισμένε κατασκονισμένη κατασκονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασκονισμένοι οι κατασκονισμένες τα κατασκονισμένα
      γενική των κατασκονισμένων των κατασκονισμένων των κατασκονισμένων
    αιτιατική τους κατασκονισμένους τις κατασκονισμένες τα κατασκονισμένα
     κλητική κατασκονισμένοι κατασκονισμένες κατασκονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασκονισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατασκονίζω

κατασκονισμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία