σκονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασκονίζω (παθητική φωνή: σκονίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αξεσκόνιστα
- αξεσκόνιστος
- ασκόνιστος
- κατασκονίζω
- κατασκονισμένος
- ξεσκονίζω
- ξεσκόνισμα
- ξεσκονισμένος
- ξεσκονιστήρι
- ξεσκονίστρα
- σκονισμένος
- → δείτε τη λέξη σκόνη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκονίζω | σκόνιζα | θα σκονίζω | να σκονίζω | σκονίζοντας | |
β' ενικ. | σκονίζεις | σκόνιζες | θα σκονίζεις | να σκονίζεις | σκόνιζε | |
γ' ενικ. | σκονίζει | σκόνιζε | θα σκονίζει | να σκονίζει | ||
α' πληθ. | σκονίζουμε | σκονίζαμε | θα σκονίζουμε | να σκονίζουμε | ||
β' πληθ. | σκονίζετε | σκονίζατε | θα σκονίζετε | να σκονίζετε | σκονίζετε | |
γ' πληθ. | σκονίζουν(ε) | σκόνιζαν σκονίζαν(ε) |
θα σκονίζουν(ε) | να σκονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκόνισα | θα σκονίσω | να σκονίσω | σκονίσει | ||
β' ενικ. | σκόνισες | θα σκονίσεις | να σκονίσεις | σκόνισε | ||
γ' ενικ. | σκόνισε | θα σκονίσει | να σκονίσει | |||
α' πληθ. | σκονίσαμε | θα σκονίσουμε | να σκονίσουμε | |||
β' πληθ. | σκονίσατε | θα σκονίσετε | να σκονίσετε | σκονίστε | ||
γ' πληθ. | σκόνισαν σκονίσαν(ε) |
θα σκονίσουν(ε) | να σκονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκονίσει | είχα σκονίσει | θα έχω σκονίσει | να έχω σκονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκονίσει | είχες σκονίσει | θα έχεις σκονίσει | να έχεις σκονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκονίσει | είχε σκονίσει | θα έχει σκονίσει | να έχει σκονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκονίσει | είχαμε σκονίσει | θα έχουμε σκονίσει | να έχουμε σκονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκονίσει | είχατε σκονίσει | θα έχετε σκονίσει | να έχετε σκονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκονίσει | είχαν σκονίσει | θα έχουν σκονίσει | να έχουν σκονίσει |
|