ξεσκόνισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσκόνισμα < ξεσκονίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεσκόνισμα ουδέτερο
- η απομάκρυνση της σκόνης από μια επιφάνεια
- η επανάληψη για να θυμηθούμε κάτι που είχαμε μάθει πριν από καιρό
- τα αγγλικά μου χρειάζονται ένα ξεσκόνισμα
- εξονυχιστική εξέταση