Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσκόνισμα τα ξεσκονίσματα
      γενική του ξεσκονίσματος των ξεσκονισμάτων
    αιτιατική το ξεσκόνισμα τα ξεσκονίσματα
     κλητική ξεσκόνισμα ξεσκονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσκόνισμα < ξεσκονίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεσκόνισμα ουδέτερο

  1. η απομάκρυνση της σκόνης από μια επιφάνεια
  2. η επανάληψη για να θυμηθούμε κάτι που είχαμε μάθει πριν από καιρό
    τα αγγλικά μου χρειάζονται ένα ξεσκόνισμα
  3. εξονυχιστική εξέταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία