Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επανάληψη
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επανάληψ
η
οι
επαναλήψ
εις
γενική
της
επανάληψ
ης
&
επαναλήψ
εως
των
επαναλήψ
εων
αιτιατική
την
επανάληψ
η
τις
επαναλήψ
εις
κλητική
επανάληψ
η
επαναλήψ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
επανάληψη
<
ελληνιστική κοινή
ἐπανάληψις
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
επανάληψη
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
επαναλαμβάνω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
επανάληψη
αγγλικά
:
repetition
(en)
γαλλικά
:
répétition
(fr)
,
révision
(fr)
γερμανικά
:
Wiederholung
(de)
ολλανδικά
:
herhaling
(nl)
ρουμανικά
:
recapitulare
(ro)