• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επανάληψη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανάληψη οι επαναλήψεις
      γενική της επανάληψης* των επαναλήψεων
    αιτιατική την επανάληψη τις επαναλήψεις
     κλητική επανάληψη επαναλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επανάληψη < ελληνιστική κοινή ἐπανάληψις < αρχαία ελληνική ἐπαναλαμβάνω < λαμβάνω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

επανάληψη θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επανάληψη
  • αγγλικά : repetition (en)
  • γαλλικά : répétition (fr), révision (fr)
  • γερμανικά : Wiederholung (de)
  • ολλανδικά : herhaling (nl)
  • ρουμανικά : recapitulare (ro)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επανάληψη&oldid=5602906"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Οκτωβρίου 2022, στις 14:26
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Οκτωβρίου 2022, στις 14:26.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie