ενικός         πληθυντικός  
repetition repetitions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

repetition (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επανάληψη, η διαδικασία του επαναλαμβάνω
    ⮡  Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
    Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.
  2. η επανάληψη, το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω
    ⮡  after several repetitions - ύστερα από πολλές επαναλήψεις