Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπαναλαμβάνω < ἐπί + ἀνά + λαμβάνω

ἐπαναλαμβάνω

  1. κάνω ή λέω κάτι που είπε ή έκανε κάποιος άλλος
  2. αναθεωρώ, διορθώνω