λέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λέω < αρχαία ελληνική λέγω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλέω (και λέγω), β' πρόσ.: λες, πρτ.: έλεγα, στ.μέλλ.: θα πω, αόρ.: είπα, παθ.φωνή: λέγομαι, μτχ.π.π.: ειπωμένος
- διατυπώνω προφορικά ή και γραπτά μία λέξη ή φράση
- ο διευθυντής μου είπε ότι πρέπει να τελειώνουμε με τη δουλειά που μας ανέθεσε
- προτείνω
- λέω να πάμε μια βόλτα
- προτίθεμαι
- λέω να πάω μια βόλτα
- ονομάζω κάτι ή κάποιον με ένα συγκεκριμένο όνομα, αποκαλώ
- πώς σε λένε;
- (σε τρίτο πρόσωπο)
- (ενικός ή πληθυντικός) πιστεύεται, φημολογείται, ακούστηκε ότι
- λένε πως το κλίμα της γης αλλάζει
- θα ρίξει, λέει, χαλάζι
- (στον ενικό) υποθετικό
- (ενικός ή πληθυντικός) πιστεύεται, φημολογείται, ακούστηκε ότι
Εκφράσεις
επεξεργασία- δε θα πει τίποτα!: επιβεβαιώνει τα προηγούμενα
- δε λέω: βέβαια (με σκοπό να δείξουμε, αμέσως μετά, ότι υπάρχουν και αρνητικές πλευρές)
- θα μου πεις (εσύ): εισάγει ρητορική απάντηση
- θα σου πω εγώ: απειλητική έκφραση
- θα τα πούμε: αποχαιρετισμός
- και πάει λέγοντας: για να δηλώσουμε ότι συνεχίζεται μια, συνήθως κακή, κατάσταση
- λες και: όπως, σαν να
- λέω το ψωμί ψωμάκι
- μην το πεις ούτε του παπά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λέω | έλεγα | θα λέω | να λέω | λέγοντας | |
β' ενικ. | λες | έλεγες | θα λες | να λες | λέγε | |
γ' ενικ. | λέει | έλεγε | θα λέει | να λέει | ||
α' πληθ. | λέμε | λέγαμε | θα λέμε | να λέμε | ||
β' πληθ. | λέτε | λέγατε | θα λέτε | να λέτε | λέγετε | |
γ' πληθ. | λένε | έλεγαν λέγανε |
θα λένε | να λένε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | είπα | θα πω | να πω | πει | ||
β' ενικ. | είπες | θα πεις | να πεις | πες | ||
γ' ενικ. | είπε | θα πει | να πει | |||
α' πληθ. | είπαμε | θα πούμε | να πούμε | |||
β' πληθ. | είπατε | θα πείτε | να πείτε | πείτε - πέστε | ||
γ' πληθ. | είπαν(ε) | θα πουν | να πουν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πει | είχα πει | θα έχω πει | να έχω πει | ||
β' ενικ. | έχεις πει | είχες πει | θα έχεις πει | να έχεις πει | ||
γ' ενικ. | έχει πει | είχε πει | θα έχει πει | να έχει πει | ||
α' πληθ. | έχουμε πει | είχαμε πει | θα έχουμε πει | να έχουμε πει | ||
β' πληθ. | έχετε πει | είχατε πει | θα έχετε πει | να έχετε πει | ||
γ' πληθ. | έχουν πει | είχαν πει | θα έχουν πει | να έχουν πει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λέγομαι | λεγόμουν(α) | θα λέγομαι | να λέγομαι | λεγόμενος | |
β' ενικ. | λέγεσαι | λεγόσουν(α) | θα λέγεσαι | να λέγεσαι | λέγου | |
γ' ενικ. | λέγεται | λεγόταν(ε) | θα λέγεται | να λέγεται | ||
α' πληθ. | λεγόμαστε | λεγόμαστε λεγόμασταν |
θα λεγόμαστε | να λεγόμαστε | ||
β' πληθ. | λέγεστε | λεγόσαστε λεγόσασταν |
θα λέγεστε | να λέγεστε | λέγεστε | |
γ' πληθ. | λέγονται | λέγονταν λεγόντουσαν |
θα λέγονται | να λέγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ειπώθηκα | θα ειπωθώ | να ειπωθώ | ειπωθεί | ||
β' ενικ. | ειπώθηκες | θα ειπωθείς | να ειπωθείς | |||
γ' ενικ. | ειπώθηκε | θα ειπωθεί | να ειπωθεί | |||
α' πληθ. | ειπωθήκαμε | θα ειπωθούμε | να ειπωθούμε | |||
β' πληθ. | ειπωθήκατε | θα ειπωθείτε | να ειπωθείτε | ειπωθείτε | ||
γ' πληθ. | ειπώθηκαν ειπωθήκαν(ε) |
θα ειπωθούν(ε) | να ειπωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ειπωθεί | είχα ειπωθεί | θα έχω ειπωθεί | να έχω ειπωθεί | ειπωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ειπωθεί | είχες ειπωθεί | θα έχεις ειπωθεί | να έχεις ειπωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ειπωθεί | είχε ειπωθεί | θα έχει ειπωθεί | να έχει ειπωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ειπωθεί | είχαμε ειπωθεί | θα έχουμε ειπωθεί | να έχουμε ειπωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ειπωθεί | είχατε ειπωθεί | θα έχετε ειπωθεί | να έχετε ειπωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ειπωθεί | είχαν ειπωθεί | θα έχουν ειπωθεί | να έχουν ειπωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λέω
|