Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πέστε

  1. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πέφτω
  2. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λέω (και πείτε)