ενικός         πληθυντικός  
intention intentions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

intention (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • ο σκοπός, η πρόθεση, αυτά που σκοπεύω να κάνω
      He has no intention of getting older.
    Αυτός δεν έχει σκοπό να γεράσει.
      It wasn't my intention to insult you.
    Δεν είχα την πρόθεση να σε προσβάλω.

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
intention intentions

intention (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • à l'intention de: προς τιμήν ή προς όφελος κάποιου, έχοντας κάποιον στο μυαλό

Δείτε επίσης

επεξεργασία