intention
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
intention (en)
- η πρόθεση (επιδιωκόμενος σκοπός)
- It wasn't my intention to insult you. - Δεν είχα την πρόθεση να σε προσβάλω.
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
intention | intentions |
intention (fr) θηλυκό
- η πρόθεση (επιδιωκόμενος σκοπός), η σκοπιμότητα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- à l'intention de: προς τιμήν ή προς όφελος κάποιου, έχοντας κάποιον στο μυαλό