intentional
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | intentional |
συγκριτικός | more intentional |
υπερθετικός | most intentional |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαintentional (en)
- που γίνεται με πρόθεση, εκούσιος, εσκεμμένος
παραθετικά | |
θετικός | intentional |
συγκριτικός | more intentional |
υπερθετικός | most intentional |
intentional (en)