εσκεμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εσκεμμένος < ἐσκεμμένος, αρχαία μετοχή παρακειμένου του σκέπτομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.sceˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σκεμ‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
εσκεμμένος, -η, -ο
- αυτός που γίνεται επίτηδες, με σκοπιμότητα και πρόθεση
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εσκεμμένος