παραθετικά
θετικός deliberate
συγκριτικός more deliberate
υπερθετικός most deliberate

deliberate (en)

  1. εσκεμμένος, ηθελημένος
      a deliberate action - εσκεμμένη ενέργεια
      What happened here was deliberate.
    Αυτό που έγινε εδώ ήταν ηθελημένο.
     συνώνυμα: intentional
  2. αργός και προσεχτικός, για μια κίνηση ή μια ενέργεια που γίνεται αργά και προσεκτικά
      They spoke in a deliberate manner.
    Μίλησαν με αργός και προσεχτικός τρόπος.
ενεστώτας deliberate
γ΄ ενικό ενεστώτα deliberates
αόριστος deliberated
παθητική μετοχή deliberated
ενεργητική μετοχή deliberating

deliberate (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο)

  • συσκέπτομαι, σκέφτομαι κάτι πολύ προσεκτικά και συνήθως συζητώ γι' αυτό, πριν πάρω μια απόφαση
      The two ministers deliberated for hours.
    Οι δύο υπουργοί συσκέφτηκαν επί ώρες.
      After deliberating for a while, he decided to write to him.
    Αφού σκέφτηκε λίγο αποφάσισε να του γράψει.
      They’re still deliberating (on/over) the issue.
    Ακόμα συζητάνε το θέμα.