Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός deliberate
συγκριτικός more deliberate
υπερθετικός most deliberate

deliberate (en)

  1. εσκεμμένος, ηθελημένος
    What happened here was deliberate.
    Αυτό που έγινε εδώ ήταν ηθελημένο.
     συνώνυμα: intentional
  2. αργός και προσεχτικός, για μια κίνηση ή μια ενέργεια που γίνεται αργά και προσεκτικά
    They spoke in a deliberate manner.
    Μίλησαν με αργός και προσεχτικός τρόπος.

Σύνθετα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας deliberate
γ΄ ενικό ενεστώτα deliberates
αόριστος deliberated
παθητική μετοχή deliberated
ενεργητική μετοχή deliberating

deliberate (en)

  Πηγές επεξεργασία