Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσεχτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσεχτικ
ός
η
προσεχτικ
ή
το
προσεχτικ
ό
γενική
του
προσεχτικ
ού
της
προσεχτικ
ής
του
προσεχτικ
ού
αιτιατική
τον
προσεχτικ
ό
την
προσεχτικ
ή
το
προσεχτικ
ό
κλητική
προσεχτικ
έ
προσεχτικ
ή
προσεχτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσεχτικ
οί
οι
προσεχτικ
ές
τα
προσεχτικ
ά
γενική
των
προσεχτικ
ών
των
προσεχτικ
ών
των
προσεχτικ
ών
αιτιατική
τους
προσεχτικ
ούς
τις
προσεχτικ
ές
τα
προσεχτικ
ά
κλητική
προσεχτικ
οί
προσεχτικ
ές
προσεχτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσεχτικός
<
προσεκτικός
Επίθετο
επεξεργασία
προσεχτικός, -ή, -ό
άλλη μορφή
του
προσεκτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσεχτικός
→
δείτε
τη λέξη
προσεκτικός