πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσεκτικός η προσεκτική το προσεκτικό
      γενική του προσεκτικού της προσεκτικής του προσεκτικού
    αιτιατική τον προσεκτικό την προσεκτική το προσεκτικό
     κλητική προσεκτικέ προσεκτική προσεκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσεκτικοί οι προσεκτικές τα προσεκτικά
      γενική των προσεκτικών των προσεκτικών των προσεκτικών
    αιτιατική τους προσεκτικούς τις προσεκτικές τα προσεκτικά
     κλητική προσεκτικοί προσεκτικές προσεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.se.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσεκτικός
παλιότερος συλλαβισμός: προσεκτικός



γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προσεκτικός προσεκτική τὸ προσεκτικόν
      γενική τοῦ προσεκτικοῦ τῆς προσεκτικῆς τοῦ προσεκτικοῦ
      δοτική τῷ προσεκτικ τῇ προσεκτικ τῷ προσεκτικ
    αιτιατική τὸν προσεκτικόν τὴν προσεκτικήν τὸ προσεκτικόν
     κλητική ! προσεκτικέ προσεκτική προσεκτικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προσεκτικοί αἱ προσεκτικαί τὰ προσεκτικᾰ́
      γενική τῶν προσεκτικῶν τῶν προσεκτικῶν τῶν προσεκτικῶν
      δοτική τοῖς προσεκτικοῖς ταῖς προσεκτικαῖς τοῖς προσεκτικοῖς
    αιτιατική τοὺς προσεκτικούς τὰς προσεκτικᾱ́ς τὰ προσεκτικᾰ́
     κλητική ! προσεκτικοί προσεκτικαί προσεκτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσεκτικώ τὼ προσεκτικᾱ́ τὼ προσεκτικώ
      γεν-δοτ τοῖν προσεκτικοῖν τοῖν προσεκτικαῖν τοῖν προσεκτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία