Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prudente prudentes

prudente (fr)

  1. θηλυκό του prudent


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

prudente (it)

  1. προσεκτικός