επιφυλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιφυλακτικός < επιφυλάσσω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασία
επιφυλακτικός
- που φέρεται με επιφύλαξη
Συγγενικά
επεξεργασία- επιφυλακτικά
- επιφυλακτικότητα
- → δείτε τις λέξεις επιφυλάσσω, φυλάγω και φύλακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιφυλακτικός