Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
réservé
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
reserve
,
réserve
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
réservé
réservés
θηλυκό
réservée
réservées
Επίθετο
επεξεργασία
réservé
(fr)
διακριτικός
,
επιφυλακτικός
,
συνεσταλμένος
,
εφεκτικός
,
κουμπωμένος
≈
συνώνυμα
:
circonspect
,
contenu
,
discret
,
mesuré
,
modéré
,
timide
≠
αντώνυμα
:
audacieux
,
effronté
,
expansif
κρατημένος
,
ρεζερβέ
ces places sont
réservées
- αυτές οι θέσεις είναι
κρατημένες
≈
συνώνυμα
:
gardé
,
privé
≠
αντώνυμα
:
libre
Συγγενικά
επεξεργασία
réservataire
réservation
réserve
réservé
-
réservée
réserver
réserviste
réservoir