audacieux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- audacieux < audace
Προφορά
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | audacieux | audacieux |
θηλυκό | audacieuse | audacieuses |
audacieux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | audacieux | audacieux |
θηλυκό | audacieuse | audacieuses |
audacieux (fr)