Ετυμολογία

επεξεργασία
réservataire < λατινική reservatus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.zɛʁ.va.tɛʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία

réservataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

réservataire (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία