réservoir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
réservoir | réservoirs |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
réservoir (fr) αρσενικό
- το ρεζερβουάρ, η δεξαμενή, η ταμιευτήρας, το ντεπόζιτο
ενικός | πληθυντικός |
réservoir | réservoirs |
réservoir (fr) αρσενικό