Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταμιευτήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ταμιευτήρ
ας
οι
ταμιευτήρ
ες
γενική
του
ταμιευτήρ
α
των
ταμιευτήρ
ων
αιτιατική
τον
ταμιευτήρ
α
τους
ταμιευτήρ
ες
κλητική
ταμιευτήρ
α
ταμιευτήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταμιευτήρας
<
αρχαία ελληνική
ταμιεύω
(σήμαινε εκταμιεύω) για να αποδοθεί ο γαλλικός όρος
réservoir
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταμιευτήρας
αρσενικό
τεχνητή
λίμνη, μεγάλη
δεξαμενή
για την συγκέντρωση νερού
ύδρευσης
ή
άρδευσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταμιευτήρας
αγγλικά
:
dam
(en)
,
reservoir
(en)
,
impoundment
(en)
γαλλικά
:
réservoir
(fr)
γερμανικά
:
Wasserreservoir
(de)
,
Reservoir
(de)
,
Stausee
(de)