dam
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dam | dams |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- dam < αγγλοσαξονική *damm < δυτική πρωτογερμανική *damm < πρωτογερμανική *dammaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰm̥bʰ- (σκάβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- dam < δυτική πρωτογερμανική *damm < πρωτογερμανική *dammaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰm̥bʰ- (σκάβω)