φράγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φράγμα | τα | φράγματα |
γενική | του | φράγματος | των | φραγμάτων |
αιτιατική | το | φράγμα | τα | φράγματα |
κλητική | φράγμα | φράγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φράγμα < αρχαία ελληνική φράγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφράγμα ουδέτερο
- κατασκευή που εμποδίζει την ελεύθερη ροή ενός ποταμού και δημιουργεί μια τεχνητή λίμνη, υδατοφράκτης
- Το φράγμα του Ασουάν
- Το φράγμα στον ταμιευτήρα του Μαραθώνα, το φράγμα του Μόρνου, το φράγμα της Υλίκης, το φράγμα του Ευήνου
- κάτι που θεωρείται το ανώτατο όριο
- Το φράγμα του ήχου/Το ευρώ ξεπέρασε το φράγμα του δολαρίου
- εμπόδιο, οτιδήποτε φράζει
- Η μουσική βοηθά να ξεπεραστεί το φράγμα της γλώσσας και ενώνει τους λαούς