Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
barrière
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
barrière
barrières
barrière
(fr)
θηλυκό
η ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή που κλείνει ένα
πέρασμα
,
αυλόπορτα
≈
συνώνυμα
:
clôture
,
portail
η ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή που περικλείει και προστατεύει κάτι,
φράχτης
≈
συνώνυμα
:
clôture
,
haie
,
palissade
ο
φραγμός
≈
συνώνυμα
:
obstacle