Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυλόπορτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυλόπορτ
α
οι
αυλόπορτ
ες
γενική
της
αυλόπορτ
ας
των
αυλοπορτ
ών
αιτιατική
την
αυλόπορτ
α
τις
αυλόπορτ
ες
κλητική
αυλόπορτ
α
αυλόπορτ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυλόπορτα
<
αυλ(ή)
+
-ό-
+
πόρτα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυλόπορτα
θηλυκό
η
πόρτα
της
αυλής
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αυλόθυρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυλόπορτα
αγγλικά
:
courtyard
door
(en)
,
courtyard
gate
(en)