ενικός         πληθυντικός  
gate gates

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gate (en)

  1. η πύλη
  2. (μετρήσιμο) η πύλη επιβίβασης, σε ένα αεροδρόμιο
    ⮡  to all gates - προς όλες τις πύλες επιβίβασης



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gate (no)

Συνώνυμα

επεξεργασία