δρόμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δρόμος | οι | δρόμοι |
γενική | του | δρόμου | των | δρόμων |
αιτιατική | τον | δρόμο | τους | δρόμους |
κλητική | δρόμε | δρόμοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δρόμος < αρχαία ελληνική δρόμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *drem- (τρέχω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δρόμος αρσενικό
- λωρίδα εδάφους που εξυπηρετεί τη συγκοινωνία δυο γεωγραφικών σημείων
- η οδός όπου βρίσκεται κάποιο κτίριο
- η απόσταση μεταξύ δύο σημείων
- η διαδρομή μεταξύ δύο σημείων
- (αθλητισμός) ο αγώνας τρεξίματος
- τρόπος ζωής
- ο δρόμος της κακίας
- η πορεία στη ζωή, σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που αποκτά κάποιος
- όλα όσα πρέπει να κάνει κάποιος για να επιτύχει κάτι
- η διέξοδος
- (μεταφορικά) η επιλογή, η λύση
- ο προσανατολισμός
- (συνεκδοχικά) το δρομολόγιο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- βρίσκομαι στο δρόμο:
- είμαι χωρίς σπίτι
- έρχομαι
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- αεροδιάδρομος
- αμαξόδρομος
- αμφίδρομος
- ανάδρομος
- αυτοκινητόδρομος
- διάδρομος
- δρομολόγιο
- δρομολογώ
- δρομόμετρο
- δρομομέτρηση
- δρομομετρώ
- ιππόδρομος
- καρόδρομος
- κατσικόδρομος
- μονόδρομος
- μουλαρόδρομος
- παλιόδρομος
- πεζόδρομος
- ποδαρόδρομος
- πρόδρομος
- πτωχοπρόδρομος
- σιδηρόδρομος
- τροχιόδρομος
- φτωχοπρόδρομος
- χωματόδρομος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δρόμος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | δρόμος | δρόμω | δρόμοι |
Γενική | δρόμου | δρόμοιν | δρόμων |
Δοτική | δρόμῳ | δρόμοιν | δρόμοις |
Αιτιατική | δρόμον | δρόμω | δρόμους |
Κλητική | δρόμε | δρόμω | δρόμοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δρόμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *drem- (τρέχω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δρόμος αρσενικό