Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατσικόδρομος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κατσικόδρομ
ος
οι
κατσικόδρομ
οι
γενική
του
κατσικόδρομ
ου
των
κατσικόδρομ
ων
αιτιατική
τον
κατσικόδρομ
ο
τους
κατσικόδρομ
ους
κλητική
κατσικόδρομ
ε
κατσικόδρομ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατσικόδρομος
< σύνθετη λέξη,
κατσίκι
+
δρόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατσικόδρομος
αρσενικό
απόκρημνο, στενό, ανηφορικό
μονοπάτι
Συνώνυμα
επεξεργασία
γιδόστρατα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κατσίκι
δρόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατσικόδρομος
αγγλικά
:
goat
(en)
track
(en)