μονοπάτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονοπάτι | τα | μονοπάτια |
γενική | του | μονοπατιού | των | μονοπατιών |
αιτιατική | το | μονοπάτι | τα | μονοπάτια |
κλητική | μονοπάτι | μονοπάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονοπάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μονοπάτι(ν) < μονο- + πατ(ῶ) + -ι [1] ή μέσω του μονόπατος[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.noˈpa.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐πά‐τι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοπάτι ουδέτερο
- στενός και δύσβατος δρομίσκος στην ύπαιθρο, που συνήθως έχει σχηματισθεί από τη συχνή διέλευση ανθρώπων ή ζώων
- (γενικότερα) στενός ορεινός δρόμος
- (μεταφορικά) ενέργειες ή δράσεις που οδηγούν στην επίτευξη κάποιου σκοπού ή παράγουν κάποιο αποτέλεσμα
- ※ Η οικολογία είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος προς την ελευθερία. Δεν είναι πρόσκληση για ένταξη σε μια ιδεολογία ή σε μια πολιτική άποψη, είναι ενα προσωπικό μονοπάτι καθημερινής απελευθέρωσης από τη βαρβαρότητα του κοινωνικού μας συστήματος και της αντιανθρωπιστικής και αντιεπιστημονικής κουλτούρας του. (@efsyn.gr)
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μονοπατάκι
- μονόπατος
- πετρομονοπάτι
- Όροι με μονοπατ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
→ και δείτε τις λέξεις μόνος και πατάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοπάτι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μονοπάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοπάτι ουδέτερο
- άλλη μορφή του μονοπάτιν