μονοπάτι
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονοπάτι | τα | μονοπάτια |
γενική | του | μονοπατιού | των | μονοπατιών |
αιτιατική | το | μονοπάτι | τα | μονοπάτια |
κλητική | μονοπάτι | μονοπάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μονοπάτι ουδέτερο
- στενός και δύσβατος δρομίσκος στην ύπαιθρο, που συνήθως έχει σχηματισθεί από τη συχνή διέλευση ανθρώπων ή ζώων
- (γενικότερα) στενός ορεινός δρόμος
- (μεταφορικά) ενέργειες ή δράσεις που οδηγούν στην επίτευξη κάποιου σκοπού ή παράγουν κάποιο αποτέλεσμα
- Η οικολογία είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος προς την ελευθερία. Δεν είναι πρόσκληση για ένταξη σε μια ιδεολογία ή σε μια πολιτική άποψη, είναι ενα προσωπικό μονοπάτι καθημερινής απελευθέρωσης από τη βαρβαρότητα του κοινωνικού μας συστήματος και της αντιανθρωπιστικής και αντιεπιστημονικής κουλτούρας του. (*)
Επεξεργασία
ΠαροιμίεςΕπεξεργασία
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι: κάποιος καπάτσος και ικανός μπορεί να επινοήσει κι άλλους τρόπους αντιμετώπισης μιας δυσκολίας, επίλυσης κάποιου προβλήματος και επίτευξης κάποιων στόχων