chemin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chemin | chemins |
chemin (fr) αρσενικό
- ο δρόμος
- (ειδικότερα) ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσω για να φτάσω κάπου
- il a perdu son chemin - έχασε το δρόμο του
- το μονοπάτι, ο ατραπός