Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
chemin chemins

chemin (fr) αρσενικό

  1. ο δρόμος
  2. (ειδικότερα) ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσω για να φτάσω κάπου
    il a perdu son chemin - έχασε το δρόμο του

Παροιμίες επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία