Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chemin chemins

chemin (fr) αρσενικό

  1. ο δρόμος
  2. (ειδικότερα) ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσω για να φτάσω κάπου
    il a perdu son chemin - έχασε το δρόμο του
  3. το μονοπάτι, ο ατραπός

Παροιμίες

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία