Ετυμολογία

επεξεργασία
chemineau < chemin

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
chemineau chemineaux

chemineau (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία